- κατισχυρίζοντο
- κατῑσχῡρίζοντο , κατά-ἰσχυρίζομαιmake oneself strongimperf ind mp 3rd plκατισχῡρίζοντο , κατά-ἰσχυρίζομαιmake oneself strongimperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.